- προαγωγεύς
- ὁ, ΜΑβλ. προαγωγέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαγωγεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγῆς — προαγωγεύς masc nom pl προαγωγεύς masc nom/voc pl προαγωγή leading on fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγέας — ο / προαγωγεύς, έως, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. νέο ειδικό κέντρο τού οπερονίου που επισημάνθηκε με γενετικές και βιοχημικές μεθόδους μσν. αρχ. αυτός που προάγει, που οδηγεί κάπου, προαγωγός αρχ. 1. (για τον θεό) ο δημιουργός 2. συλλέκτης χρηματικών… … Dictionary of Greek
προαγωγῇ — προαγωγῆι , προαγωγεύς masc dat sg (epic ionic) προαγωγή leading on fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγέα — προαγωγέᾱ , προαγωγεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγέας — προαγωγέᾱς , προαγωγεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)